Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

γρήγορα γιατί ξεχνώ


(Γράφω γρήγορα γιατί ξεχνώ, συγχωρήστέ μου το)



Χτες το βράδυ, σήμερα το πρωί, όπως κάθε όνειρο, ονειρεύτηκα τον Ζήση, την Σοφία και ακόμα μία άλλη κοπέλα που φωνάζουμε «μπέμπα». Ανεβήκαμε νύχτα με προοπτική να φτάσουμε στην πολύ κορυφή του Ολύμπου. Φτάσαμε σε ένα σημείο που στην πλαγιά του βουνού ανοιγόταν ένα κοίλωμα που το διαπερνούσε και έβγαινε στην άλλη πλευρά του, ελαφρά ανηφορικό. Εισήλθαμε. Υπήρχε φως διάχυτο και ήταν ευρύχωρο. Κάπου κοντά στην είσοδο υπήρχε ένας κομμάτι βράχος αρκετά μεγάλο με γωνίες και έντονες ακμές. Στα αριστερά του ανοιγόταν ένα πέρασμα στο οποίο με δυσκολία χωρούσε να περάσει άνθρωπος, αλλά εκεί ο φύλακας του βουνού μας απαγόρεψε την είσοδο υπαινισσόμενος μυστικιστικές προκαταλήψεις και άγνωστους κινδύνους. Έριξα το φως του φακού μου και τότε είδα στην άκρη στην στροφή του περάσματος, μέσα στο φως να κουνιέται μια ανθρώπινη φιγούρα, σκέτη σκοτεινιά, χωρίς χαρακτηριστικά, ένα επίπεδο σχήμα με σαφώς διακριτά σύνορα. Φοβήθηκα, την άφησα και έφυγα. Στην άλλη πλευρά του μεγάλου βράχου ήμασταν όλοι μαζί. Εκεί είδαμε τον φύλακα, δεν τον γνώρισα, ούτε θυμάμαι το πρόσωπό του. Μας είπε θρύλους πολλούς για το βουνό και την κορυφή του. Σε εκείνη την αίθουσα, μέσα στο βουνό, και εν γένη ακριβώς κάτω από την κορυφή του υπήρχε ένα τμήμα της (δεν ξέρω πως αλλά ήταν το ανατολικό της) που διατηρούνταν ξεχωριστό από το υπόλοιπο. Είχε χώρισμα αεροστεγές και μέσα του, αργότερα μπήκα ο ίδιος, είχε ένα παλιό κασόνι, ένα άλλο μικρό δωμάτιο χτισμένο με πηλό και χώμα (άγνωστο τι ήταν μέσα του) και ένας μηχανισμός μεταλλικός με μεγάλα γρανάζια, που ήταν το ρολόι. Λειτουργούσε με τη βαρύτητα και ήταν ικανό να προσαρμόζεται σε διάφορα ύψη με την μετακίνηση ενός κάθετου άξονα. Εγώ κούνησα ένα μοχλό και ο φύλακας ρύθμισε τον κάθετο άξονα κάνοντάς μου επίδειξη. Ξημέρωσε και φύγαμε για την κορυφή, βγαίνοντας (στην άλλη μεριά του κοιλώματος) είχε άλλο ένα μικρό πέρασμα, σαν σπηλιά. Κοίταξα, σκοτεινιά και ένα φως έντονο ξεπρόβαλε σιγά σιγά. Ο φύλακας είπε «ο γιος του σωτήρος»*. Το θεώρησα μεταφυσικό και έφυγα μαζί με τους άλλους. Κοντά στην κορυφή, άμεσος έξω από το κοίλωμα, καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Έπειτα πήγαμε στην κορυφή. Που απέναντί της είχε μια άλλη ψηλότερη κορυφή και είχε κόσμο, ιδίως κάτι γέρους. Είδα και ένα ελικόπτερο, της πυροσβεστικής, είπε ότι ήρθε για διάσωση του Ζήση αλλά αυτός το έδιωξε. Πήραμε να σκαρφαλώνουμε. Φτάσαμε πάνω. Ένας βράχος ήταν όλο και όλο και η θέα βόρια μια πεδιάδα. Θελήσαμε να κατέβουμε. Ήταν δύσκολα και απότομα. Όλοι γλίστρησαν. Έμεινα τελευταίος στην κορυφή. Πριν από μένα κατέβηκε η Σοφία (την πλάτη της είδα και αναγνώρισα τα μαλλιά). Γλιστρούσε πολύ. Κοίταξα κάτω και φοβήθηκα για αυτή. Όμως, με ένα αίσθημα ενοχής, όσο ποτέ ξανά, κατάλαβα ότι δεν ήθελα να σταματήσει. Με αυτή τη σκέψη ξεκίνησα και εγώ να γλιστρώ στο κόκκινο χώμα με τα αγκάθια, έχοντας όρθιο το κορμί μου και τα μάτια στα πόδια της Σοφίας που πλέον δεν ήταν η Άννα. Ξύπνησα.



* κανένας θρησκευτικός υπαινιγμός, μόνο μια κραυγή μέσα στο όνειρο που διατηρείται ακόμη τώρα. Εκεί, μεταξύ μενεξεδένια βαμμένα τα βουνά και κραταιά ως θάνατος αγάπη.


Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Έαρ Συντετριμμένο


Όλα εμπαίζουν την αιωνιότητα

Και ‘συ Κλεοπάτρα –

– Λήδα

Εμπαίζεις τη γύμνια μου


Πέρασα μήνες ερωτικούς

Πέρασα μήνες αποστεωμένος


Όλα γίνονται καρδιά

Αργά τα μάτια τους στο φως

Αργά πετούν τα χελιδόνια

Αργά και ο κύκνος γκρίζος μώβ


Έαρ συντετριμμένο,

Καθώς χαρτιά στα χέρια ψεύτικες

βελόνες


(Εν μέσω ποιήματος

ποιητή Ν.Κ.)


Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Τα γενέθλια

Σήμερα, ημέρα Δευτέρα και δεκατρείς, είναι τα γενέθλια της.
Η μικρή Αντιγόνη, καθώς και η αντίστροφη αντιγόνη του μύθου με τα σγουρά μαλλιά, γίνεται είκοσι δύο ετών.
Επιτέλους, «Κλάψε μικρή Αντιγόνη...»

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Το βλέμμα

Το βλέμμα κοιτώντας 2 ήλιους περιτρέχει τη κοίλη ράχη τους καθώς οι ακτίνες λυγίζουν και καμπυλώνουν σχεδόν μαθηματικά στην κοντινή περιοχή τους.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Στο μεταξύ αιχμή


Στο μεταξύ μονάχα εγώ και η Ιωάννα θα φτιάξουμε αιχμή μας κόσμο



Στον κόσμο θα βάλω μία μία επιλεκτικά συνήθειες



Για καταγωγή μου θα αφήσω ένα σπίτι παλιό σαράβαλο στους λόφους πάντα θα φυσάει θα θερίζει



Ο χρόνος θα είναι στάσιμος ή μάλλον καλλίτερος δεν θα υπάρχεις καθόλου για να μη κρύβεσαι πρόωρος ή ύστερος νεκρός σκοτεινός και μόνος κώνος μαγικός της γεωμετρίας μου προσωπικής



Θα έχει οπωσδήποτε πινακοθήκες. Χιλιάδες πινακοθήκες. Ακόμα και μέσα στα βαγόνια στα τρένα θα τοποθετηθούν πινακοθήκες. Που θα ταξιδεύουν μέρα νύχτα πάνω κάτω μέσα σε βουνά.

Και η Ιωάννα μέσα στις πινακοθήκες όλες σε αντίγραφα έγχρωμα και ζωντανά



-και οι φτωχοί στο δρόμο;

οι φτωχοί στο δρόμο θα μου χρησιμεύουν για να κλέβω τη νικοτίνη απ' τον καπνό που εκπνέουν



-και η ποίηση;

η ποίηση θα είναι στιγμιαία σαν κραυγή αν δυνατόν μονολεκτική


(κατά Τ.Σ.)